ἰχθυηρῶν

ἰχθυηρῶν
ἰχθυηρά
fishy
fem gen pl
ἰχθυηρός
fishy
fem gen pl
ἰχθυηρός
fishy
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Καβάλας, νομός — Νομός (2.111 τ. χλμ., 145.054 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Στα Δ συνορεύει με τον νομό Σερρών, στα Β με τον νομό Δράμας, στα Α με τον νομό Ξάνθης, ενώ προς τα Ν βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος (Θρακικό πέλαγος). Ο ν.Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Κολομβία, Βρετανική — (British Columbia). Επαρχία (947.800 τ. χλμ., 3.907.738 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και συνορεύει με τις ΗΠΑ στα Ν (Ουάσινγκτον, Αϊντάχο και Μοντάνα) και στα ΒΔ (Αλάσκα), στα Β …   Dictionary of Greek

  • Λας Πάλμας — (Las Palmas· επίσημη ονομασία Las Palmas de Gran Canaria). Πόλη (354.863 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, στο αρχιπέλαγος των Καναρίων Νήσων, πρωτεύουσα της ομώνυμης υπερπόντιας επαρχίας (4.447 τ. χλμ., 1.694.477 κάτ.). Είναι χτισμένη στη… …   Dictionary of Greek

  • Μπέργκεν — (Bergen). Πόλη (229.496 κάτ.) της νοτιοδυτικής Νορβηγίας, πρωτεύουσα της κομητείας Χόρνταλαντ (15.634 τ. χλμ.). Χτισμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος σε μια χερσόνησο μεταξύ δύο δευτερευόντων βραχιόνων του Μπίφιορντ (Ατλαντικός ωκεανός), το Μ. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”